ξεροπόταμος

ξεροπόταμος
ο
ποτάμι χωρίς νερό, χείμαρρος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξεροπόταμος — ο ποτάμι που δεν έχει νερό κατά την περίοδο τού καλοκαιριού, χείμαρρος …   Dictionary of Greek

  • Ξεροπόταμος ή Ξεριάς — Ονομασία δύο μικρών ελληνικών ποταμών. 1. Ποταμός του νομού Πέλλης, παραπόταμος του Μογλενίτσα, μέσω του οποίου μεταφέρεται στον ποταμό Λουδία, βασικό ποτάμι του νομού. 2. Ποταμός του νομού Πρεβέζης, κύριος παραπόταμος του Λούρου. Εκβάλλει στον… …   Dictionary of Greek

  • List of rivers of Cyprus — Most of the 35 streams are small and impermanent. Melting snow supplies water to a number of these until late April. Others are merely winter torrents which go dry during the summer.Rivers in Cyprus by Length River(Name in… …   Wikipedia

  • Liste von Flüssen in Griechenland — Dies ist eine Liste von Flüssen in Griechenland in alphabetischer Sortierung nach deutscher Transkription der Namen. Die Längen der Flüsse beziehen sich immer auf deren Verlauf auf griechischem Territorium. Flüsse, welche entweder außerhalb… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste des cours d'eau de Chypre — La plupart des 35 cours d eau de Chypre sont petits et non permanents. La fonte des neiges approvisionne en eau un certain nombre de ces rivières jusqu à la fin avril. D autres ne sont que des torrents d hiver, à sec pendant l été. Classement par …   Wikipédia en Français

  • ξεριάς — Πεδινός οικισμός (483 κάτ., υψόμ. 100), στην επαρχία Νέστου του νομού Καβάλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ.χλμ., 483 κάτ.). * * * ο παραπόταμος που ξεραίνεται το καλοκαίρι ξεροπόταμος, χείμαρρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξερός + κατάλ. ιάς… …   Dictionary of Greek

  • ξεροπόταμο — το ξεροπόταμος …   Dictionary of Greek

  • ξηροχειμάρρους — ξηροχειμάρρους, ὁ (Α) ξηρός χείμαρρος, ξεροπόταμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + χειμάρρους «χείμαρρος»] …   Dictionary of Greek

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

  • ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”